- λιποπνόη
- λῐπο-πνόη, ἡ,A death, Tim.Pers. 106.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποπνόη — λιποπνόη, ἡ (Α) ο θάνατος, η καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πνοή] … Dictionary of Greek
λιποπνόης — λιποπνόη death fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek